- λογοκλοπώ
- (ε) μετ. , αμετ. совершать плагиат, заниматься плагиатом
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λογοκλοπώ — [λογοκλόπος] διαπράττω λογοκλοπία … Dictionary of Greek
κλεψιλογώ — κλεψιλογῶ, έω (Α) [κλεψίλογος] χρησιμοποιώ ή ιδιοποιούμαι λέξεις ή φράσεις άλλων, λογοκλοπώ … Dictionary of Greek
υποβάλλω — ὑποβάλλω, ΝΜΑ, και επικ. τ. ὑββάλλω Α [βάλλω] θέτω κάτι κάτω από κάτι άλλο (α. «υποβάλλω θεμέλια» β. «κάτω μὲν ὑποβαλεῑτε τῶν Μιλησίων ἐρίων», Εύβουλ. γ. «ὑπένερθε δὲ λίθ ὑπέβαλλεν», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. θέτω υπό την κρίση ή την έγκριση κάποιου (α … Dictionary of Greek